Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Απ' το κακό στο χειρότερο

  • 1 Απ' το κακό στο χειρότερο

    – Έτρεξε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι
    – Ξέφυγα τον κεραυνό κι έπεσα στην αστραπή
    Из кулька в рогожку
    Бежал от волка, а попал на медведя
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απ' το κακό στο χειρότερο

  • 2 Έτρεξε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι

    – Έτρεξε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι
    – Ξέφυγα τον κεραυνό κι έπεσα στην αστραπή
    Из кулька в рогожку
    Бежал от волка, а попал на медведя
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έτρεξε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι

  • 3 πέφτω

    (αόρ. επεσα) αμετ.
    1) падать, валиться;

    πέφτω ανάσκελα — упасть навзничь;

    έπεσε λιπόθυμος (νεκρός) он упал в обморок (замертво);
    σκόνταψα και έπεσα я споткнулся и упал; 2) падать, выпадать (об осадках, о волосах и т.п.);

    πέφτει βροχή (χιόνι) — идёт дождь (снег);

    πέφτουν τα φύλλα — падают листья;

    3) впадать (в какое-л. состояние); предаваться (чему-л.);

    πέφτ σε απελπισία ( — или απόγνωση) — впадать в отчаяние, предаваться отчаянию;

    πέφτω σε δυσμένεια (σφάλμα) — впадать в немилость (ошибку);

    4) бросаться, кидаться (куда-л.);

    πέφτω στο νερό — бросаться в воду;

    5) попасть, очутиться, оказаться;

    πέφτω σε ενέδρα (παγίδα) — попасть в засаду (ловушку);

    πέφτω στα χέρια κάποιου — попасть в чьи-л. руки, оказаться в чьих-л. руках;

    πέφτω στα νύχια κάποιου — попадать к кому-л. в лапы, стать чьей-л. жертвой;

    πέφτω σε καλά (κακά) χέρια — попадать в хорошие (плохие) руки;

    6) попадать (в цель);
    7) падать, снижаться, понижаться;

    οι τιμές πέφτουν — цены падают;

    η θερμοκρασία πέφτει — температура падает;

    8) опускаться (о светилах и т. п.);
    ο ήλιος έπεσε στη θάλασσα солнце село за море; έπεσε ομίχλη опустился туман;

    πέφτει το σκοτάδι — надвигается темнота, темнеет;

    9) пасть (в бою);

    πέφτ στο πεδίο της μάχης — пасть на поле брани;

    10) пасть (о правительстве и т. п.); сдаться, покориться (кому-чему-л.);
    τό φρούριο έπεσε крепость пала; 11) ослабевать; утихать, стихать; ο αέρας έπεσε ветер стих; έπεσε πολύ ο πατέρας отец сильно сдал; 12) приходиться, выпадать; του έπεσε το λαχείο он выиграл; ему выпал выигрыш; μας έπεσε στη λοταρία ένα ψυγείο мы выиграли в лотерею холодильник;

    η γιορτή πέφτει την Παρασκευή — праздник приходится на пятницу;

    λίγα πέφτουνε στον καθένα μας — немного приходится на каждого;

    τί μού πέφτει στο μερτικό μου:

    что выпало на мою долю?;
    13) бросаться, нападать; обрушиваться; πέσαν απάνω μας они набросились на нас;

    πέφτει επιδημία — вспыхивает эпидемия;

    14) рушиться, рухнуть;
    15) разг родиться; της έπεσε το παιδί στούς εφτά μήνες у неё родился семимесячный ребёнок, она родила семимесячного ребёнка;

    § πέφτει το ηθικό μου — падать духом;

    πέφτω επάνω σε κάτι — натыкаться на что-л.;

    πέφτω να κοιμηθώ — ложиться спать;

    πέφτω άρρωστος — или πέφτω στο κρεββάτι ( — или στα ρούχα) — слечь в постель, заболеть;

    πέφτω με το κεφάλι — внезапно серьёзно заболеть, слечь;

    πέφτω έξω прям., перен. — а) садиться на мель;

    б) дать маху;
    ошибаться;

    πέφτω έξω στούς υπολογισμούς μου — просчитаться;

    πέφτω σε σφάλμα ( — или πέφτω σε παράπτωμα) — проштрафиться;

    πέφτω θδμα — пасть жертвой;

    είμαι πεσμένος μπρούμυτα лежать ничком;

    πέφτω στα γόνατα κάποιου — падать кому-л. в ноги;

    умолять кого-л.;

    πέφτω στο στόμα ( — или στη γλώσσα) κάποιου — попасться кому-л. на язычок;

    πέφτω στα ( — или από τα) μάτια κάποιου — упасть в чьих-л. глазах;

    πέφτει χρήμα — с) на это идёт уйма средств; — б) здесь дело пахнет подкупом;

    πέφτει ξύλο — они дерутся;

    η υπόληψη του έπεσε его репутация погибла;

    πέφτει η μύτη μου — вешать нос;

    πέφτουν τα μούτρα μου — виновато опускать голову;

    πέφτω καί στη φωτιά γιά σένα — я за тебя готов в огонь и в воду;

    πέφτω απ' το κακό στο χειρότερο — попадать из огня да в полымя;

    δεν σού πέφτει λόγος — ты помалкивай, без тебя обойдётся;

    πολύ ( — или βαρύ) σού πέφτει — это не по тебе; — кишка тонκέ (ср. — русск, не по Сеньке шапка);

    πέφτω με τα μούτρα ( — или τό κεφάλι) σε κάτν — уйти с головой в какие-л. дела;

    πέφτουν τα φτερά μου — у меня руки опускаются;

    πέφτουν κορμιά — гибнут люди;

    πέφτουν κεφάλια — летят головы;

    πέφτουν τουφεκιές ( — или πιστολιές) — слышны выстрелы, идёт перестрелка;

    η πόλη πέφτει λίγο δυτικότερα — город находится немного западнее;

    έπεσε γρήγορα αυτό το θεατρικό του έργο эта пьеса быстро сошла со сцены;

    πέφτω δίπλα — а) причаливать; — б) перен. подъезжать (к кому-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πέφτω

  • 4 Ξέφυγα τον κεραυνό κι έπεσα στην αστραπή

    – Έτρεξε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι
    – Ξέφυγα τον κεραυνό κι έπεσα στην αστραπή
    Из кулька в рогожку
    Бежал от волка, а попал на медведя
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ξέφυγα τον κεραυνό κι έπεσα στην αστραπή

  • 5 огонь

    огонь
    м
    1. (пламя) ἡ φωτιά, τό πῦρ, ἡ φλόγα·
    2. (освещение, свет) τό φως:
    работать при огне ἐργάζομαι μέ φως· зажигать \огонь ἀνάβω φῶς· гасить \огонь σβήνω τό φως·
    3. мн. огни́ (светящиеся точки) τά φώτα:
    сигнальные огии́ τά συνθηματικά (или διακριτικά) φῶτα·
    4. воен. τό πῦρ, τά πυρά:
    артиллерийский \огонь τό πῦρ τοῦ πυροβολικοῦ, τό κανονίδι· пулеметный \огонь τά πυρά πολυβόλων, ὁ πολυβολισμός· ружейный \огонь τό τουφεκίδι· заградительный \огонь τό μπαράζ, ὁ φραγμός πυρός· перекрестный \огонь τά διασταυρούμενα πυρά· прицельный \огонь ἡ σκοπευτική βολή· под огнем ὑπό τά πυρά· открывать \огонь ἀνοίγω πυρά· прекращать \огонь παύω τό πῦρ·
    5. перен ἡ φλόγα, ἡ φωτιά:
    его глаза горят огнем τά μάτια του βγάζουν φλόγες· ◊ огнем и мечом διάπυρος καί σιδήρου· между двух огней μεταξύ δύο πυρών нет дыма без огия погов. δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· из огня да в полымя погов. ἀπό τό κακό στό χειρότερο· пройти́ \огонь и воду (и медные тру́бы) разг διέρχομαι διά πυρός καί σιδήρου· подлить масла в \огонь разг ρίχνω λάδι στή φωτιά· играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· днем с огнем не найдешь εἶναι ἀδύνατο νά βρῶ κάτι· пойти́ за кого-л. в \огонь и воду ρίχνομαι στή φωτιά γιά κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > огонь

  • 6 полымя

    полымя
    с:
    пометь из огня да в \полымя погов. πέφτω ἀπό τό κακό στό χειρότερο, πέφτω ἀπό τή Σκύλλα στή Χάρυβδη.

    Русско-новогреческий словарь > полымя

  • 7 go from bad to worse

    (to get into an even worse condition etc than before: Things are going from bad to worse for the firm - not only are we losing money but there's going to be a strike as well.) πηγαίνω από το κακό στο χειρότερο

    English-Greek dictionary > go from bad to worse

  • 8 кулёк

    -лька α.
    είδος τσουβαλιού. || χαρτοσακκούλα κωνοειδής, χωνί.
    εκφρ.
    из -а в рогожку (поправиться, исправиться)απλ. από το κακό στο χειρότερο, από τη φωτιά στα κάρβουνα.

    Большой русско-греческий словарь > кулёк

См. также в других словарях:

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • Σκύλλα — η 1. μυθολογικό τέρας της θάλασσας. 2. «Απ τη Σκύλλα στη Χάρυβδη», από το ένα κακό στο χειρότερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακώνω — (AM κακῶ, όω, Μ και κακώνω) [κακός] κάνω κακό σε κάποιον, κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι κάποιον μσν. 1. (μτβ. με σύστ. αντικ.) θυμώνω, οργίζομαι 2. μέσ. α) (μτβ.) κακώνομαι κρατώ κακία σε κάποιον β) (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …   Dictionary of Greek

  • Χρύσιππος — (Σόλοι ή Ταρσός της Κιλικίας μεταξύ 281 και 277 – Αθήνα μεταξύ 208 και 204 π.Χ.). Έλληνας φιλόσοφος. Ανήκε στην παλιά φάση του στωικισμού, του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ο πραγματικός θεωρητικός. Οι αρχαίοι του απέδιδαν έως 705 συγγράμματα και… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… …   Dictionary of Greek

  • Σκύλλα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσιο τέρας, κόρη του θαλάσσιο θεού Φόρκια και της Εκάτης. Κατά μια εκδοχή ήταν μια πολύ ωραία κόρη, που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδών. Η αντίζηλος της Αμφιτρίτη τη μεταμόρφωσε με μαγικά βοτάνια σε τέρας, που άρπαζε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»